Ποίημα Νανάς Μανώλια
Μάνα γλυκιά που πόνεσες με τον τρόπο σου
ζωή να δώσεις μια δεύτερη φορά.
Μάνα που στεναχώρησες άθελα σου τόσο κόσμο
και το κορμί σου κατέθεσες
χωρίς πολύ σκέψη, στο βωμό της νέας χαράς.
Μάνα που γύρεψες τόσες φορές
τίποτε να μην αλλάξει
και παρακάλεσες μέσα από τη ψυχή σου για βοήθεια.
Μάνα που με τι πείσμα και χαρά
ανάμεσα σε δυο μωρά,
με τεχνητά μέσα πάλευες
στους ήχους του ρολογιού
τροφή να βγάλεις για το παιδί σου, όταν εσύ κοντά σου δεν το είχες.
Μάνα που πρωτοαντίκρισες τον όμορφό σου γιο
μέσα σε γυάλινο κουτί, μικρό μικρό και μακρουλό,
με τα ματάκια του κλειστά κάτω από μάλλινο σκουφί,
τα σωληνάκια να κρατάει.
Μάνα που ζήτησες να μάθεις,
που είχες το δικαίωμα να γνωρίζεις
και απάντηση δεν έπαιρνες.
Μάνα που έτρεχες με τα χαρτιά στα χέρια,
κάτω από τη γη, έχοντας τη δική σου αδυναμία και
συνάντησες το γέροντα της Παναγιάς της Γιάτρισσας
να σκύβει να μαζεύει τα πεσμένα από τη πλαστική σακούλα λεμόνια.
Τον ρώτησες «να σας βοηθήσω;»
και σε κοίταξε με εκείνα τα γαλανά μάτια
όλο φως και καθαρό βλέμμα.
Τι δύναμη πήρες, τι κουράγιο
και ας έγραφαν εκείνα τα χαρτιά τα χειρότερα.
Έφτασες και μια μέρα με πολύ ήλιο απελπισμένη
μπροστά στην εικόνα του Αγίου.
Εκεί κοντά τριγυρνούσε
και μια άλλη ταραγμένη ψυχή που μιλούσε μόνη της.
Ευχήθηκες και έκλαψες πικρά, όσο πικρά δεν είχες κλάψει ποτέ πριν.
Ήταν που και στο σπίτι έπρεπε να γυρίσεις
με χαρούμενο πρόσωπο.
Αυτοί που περίμεναν, μικροί και μεγάλοι,
σε κοίταζαν στα μάτια.
Έπρεπε να βγάζεις κάθε μέρα τον καημό,
πικρό φαΐ να μην το δώσεις.
Όμως εκείνη την ημέρα
που ήταν άλλωστε η εικοστή Πέμπτη,
δε μπόρεσες άλλο το καημό να κρατήσεις μακριά.
Μπήκε με δύναμη, και ρούφηξε τα πάντα.
Δεν έμεινε τίποτε.
Μόνο κάτι σταγόνες, που και που τη μάνα να θυμίζουν.
Το φως άργησε να ?ρθει.
Ήταν όμως πάντα εκεί.
Στο λαδάκι που κρυφά άλειφες το παιδί,
στο τραγούδι του μπάρμπα μπρίλιου που τραγουδούσες,
στη φωνή και το βλέμμα της μαμής που έλεγε κουράγιο,
στα μουσικά ταξίδια του πατέρα μέσα στη ζέστη πρωί
απόγευμα κάθε μέρα και στη φλόγα που πάντα έκαιγε
μες στη καρδιά κι ας ήταν πονεμένη.
Τώρα με το κεφάλι σου ψηλά
κοιτάς με περηφάνεια. Ζήτησες έναν αγώνα στη ζωή
και τον πήρες. Όλος δικός σου στη ζωή σου νόημα
να δώσει. Όλη η ύπαρξή σου αυτό περίμενε.
ο δρόμος ίσως τελικά να ήταν ένας.
ΝΑΝΑ ΜΑΝΩΛΙΑ
ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ